Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Ελληνικό Εκλογικό Σύστημα



Το ελληνικό εκλογικό σύστημα είναι το σύστημα με το οποίο κατανέμονται οι βουλευτικές έδρες στα κόμματα, στους συνασπισμούς κομμάτων και στους μεμονωμένους υποψηφίους με βάση τις ψήφους που έλαβαν στις εθνικές εκλογές. Ρυθμίζεται από ειδικό νόμο, που ονομάζεται εκλογικός νόμος. Το ισχύον εκλογικό σύστημα ανήκει στην κατηγορία της ενισχυμένης αναλογικής, συνδυάζοντας στοιχεία απλής αναλογικής και πλειοψηφικού.

Ισχύων Εκλογικός Νόμος

Ο ισχύων εκλογικός νόμος με τις κυριώτερες ρυθμίσεις είναι ο νόμος 3231/2004 περί εκλογής βουλευτών. Εισηγητής του υπήρξε ο Κώστας Σκανδαλίδης, ως υπουργός Εσωτερικών της τελευταίας κυβέρνησης Σημίτη.
Ο νόμος 3231 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 11 Φεβρουαρίου 2004, αλλά δεν ίσχυσε στις εκλογές του Μαρτίου του 2004. Αυτό οφείλεται στην πρόβλεψη του άρθρου 54 §1 του Συντάγματος: οι εκλογικοί νόμοι των βουλευτικών εκλογών ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν ψηφισθούν από τα 2/3 των βουλευτών. Ο συγκεκριμένος νόμος δε συγκέντρωσε τέτοια πλειοψηφία, αφού ψηφίσθηκε μόνο από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και τον ανεξάρτητο Στ. Μάνο - η ΝΔ τον καταψήφισε ως υπέρμετρα αναλογικό, το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός ως μη αναλογικό.

Ελληνικό Εκλογικό Σύστημα

Σύμφωνα με το εκλογικό σύστημα, για να εισέλθει ένας συνδυασμός ή ένας μεμονωμένος υποψήφιος στη Βουλή, πρέπει να έχει συγκεντρώσει τουλάχιστον 3% των εγκύρων ψήφων πανελλαδικά. Αν για παράδειγμα δώσουν 8.000.000 πολίτες έγκυρη ψήφο, θα πρέπει το κόμμα ή ο μεμονωμένος υποψήφιος να λάβει τουλάχιστον 240.000 ψήφους, προκειμένου να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών. Η ρύθμιση αυτή έχει σκοπό την αποφυγή του κατακερματισμού των βουλευτικών εδρών σε πολύ μικρά κόμματα και την ενίσχυση των μεγάλων κομμάτων, ώστε να σχηματίζεται ευκολότερα απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.

Ο νόμος 3231/2004 εισάγει κατά τα λοιπά νέο σύστημα κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών σε όσους ξεπεράσουν αυτό το ποσοστό. Ως έγκυρες ψήφοι λογίζονται οι ψήφοι οι οποίες δεν είναι άκυρες (σημαδεμένες, μουντζουρωμένες, φάκελος χωρίς ψηφοδέλτιο κλπ.) ή λευκές. Ο αποκλεισμός των λευκών από τις έγκυρες ψηφους έγινε με μεταγενέστερο ερμηνευτικό νόμο, τον ν. 3434/2006, παρ'όλο που το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την 12/2005 απόφασή του είχε κρίνει κατά πλειοψηφία (6 προς 5) ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου ήταν αντισυνταγματική. Το δικαστήριο είχε κρίνει ότι η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, γι' αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν. Οι διατάξεις που ορίζουν ότι το εκλογικό μέτρο ευρίσκεται χωρίς να συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι «θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις [...] συνταγματικές διατάξεις». Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του ΑΕΔ όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες η μη προσμέτρηση των λευκών κατά την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα. Πιο συγκεκριμένα ο παρών εκλογικός νόμος προβλέπει τα εξής:

Για να εισέλθει ένας συνδυασμός (κόμμα, συνασπισμός κομμάτων ή μεμονωμένος υποψήφιος) στο Κοινοβούλιο, πρέπει να λάβει ποσοστό τουλάχιστον 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας (Άρθρο 5 του νόμου). Στα έγκυρα δε συμπεριλαμβάνονται τα λευκά ψηφοδέλτια.
Οι 260 από τις 300 έδρες διανέμονται βάσει απλής αναλογικής, με εκλογικό μέτρο το κλάσμα {άθροισμα ψήφων όσων ξεπέρασαν το 3%}:260. Για να καθορισθεί ο αριθμός των εδρών που λαμβάνει κάθε συνδυασμός, γίνεται η διαίρεση {ψήφοι συνδυασμού}:{εκλογικό μέτρο}, με το πηλίκο στρογγυλοποιημένο στον προηγούμενο ακέραιο (πχ εάν προκύπτει 95,9 ο συνδυασμός κερδίζει 95 έδρες). Εάν στο τέλος της διανομής μένουν αδιάθετες έδρες λόγω των στρογγυλοποιήσεων, αυτές παραχωρούνται στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα από την παραπάνω διαίρεση. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό κατανέμονται και οι έδρες των βουλευτών επικρατείας.
Οι υπόλοιπες 40 έδρες παραχωρούνται στον πρώτο συνδυασμό, ανεξάρτητα από το ποσοστό του ή τη διαφορά του από το δεύτερο. Η διάταξη αυτή, η οποία είναι στοιχείο πλειοψηφικού συστήματος, έγινε με το αιτιολογικό ότι επιτρέπει τη δημιουργία σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Έτσι, για να αποκτήσει ένα κόμμα την απόλυτη πλειοψηφία των 151 εδρών στο Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι είναι πρώτο σε ψήφους και θα εισπράξει τις 40 έδρες, πρέπει να πάρει τουλάχιστον άλλες 111 από τις 260 έδρες που κατανέμονται με την απλή αναλογική. Άρα χρειάζεται ένα ποσοστό 42.69% (111/260) επί του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων των κομμάτων που δικαιούνται έδρες, δηλαδή των κομμάτων που έχουν ποσοστό μεγαλύτερο από το όριο του 3%. Έτσι, όσο το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που βρίσκονται κάτω από το 3% αυξάνεται, τόσο μειώνεται το ποσοστό που απαιτείται να λάβει το πρώτο κόμμα, ώστε να αποκτήσει αυτοδυναμία. Στις εθνικές εκλογές του 2007 το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων κάτω από 3% ήτανε 3.08%. Έτσι το ποσοστό που απαιτούνταν για να λάβει το πρώτο κόμμα οπωσδήποτε (δηλαδή χωρίς τη χρήση υπολοίπου) 111+40=151 έδρες ήτανε 41.37%. Το πρώτο κόμμα σε εκείνες τις εκλογές έλαβε 41.83% και 112+40=152 έδρες. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό βρίσκεται το πόσες έδρες δικαιούται ένας συνδυασμός σε όλη την επικράτεια, όχι όμως και ποιες.
Η κατανομή των συγκεκριμένων εδρών σε κάθε εκλογική περιφέρεια είναι πιο περίπλοκη διαδικασία. Για τον καθορισμό του εκλογικού μέτρου (του αριθμού ψήφων που αντιστοιχούν σε μια έδρα), λαμβάνεται ως βάση, σε αντίθεση με την προηγούμενη διαδικασία, το σύνολο των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβαν όλοι ανεξαιρέτως οι συνδυασμοί στην οικεία εκλογική περιφέρεια, ανεξάρτητα από το αν ξεπέρασαν το όριο του 3%. Το σύνολο των ψήφων αυτών (χωρίς τα άκυρα και τα λευκά) διά τον αριθμό των εδρών που αναλογούν στην περιφέρεια αυτήν δίνει το εκλογικό μέτρο της συγκεκριμένης εκλογικής περιφέρειας. Έτσι κάθε περιφέρεια έχει το δικό της εκλογικό μέτρο. Το σύνολο των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβε ένας συνδυασμός σε μια εκλογική περιφέρεια διαιρούμενο με το εκλογικό μέτρο δίνει τον αριθμό των εδρών που λαμβάνει ο συνδυασμός στην εκλογική περιφέρεια αυτήν. Όπως και στη διαδικασία για όλη την επικράτεια, κατά την πρώτη κατανομή λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνο το ακέραιο μέρος του πηλίκου (3,98 = 3 έδρες). Το υπόλοιπο όμως, σε αντίθεση με τη διαδικασία για όλη την επικράτεια, δεν κατανέμεται αμέσως με βάση το δεκαδικό μέρος, αλλά οι έδρες που απομένουν λογίζονται ως αδιάθετες και ακολουθείται άλλη διαδικασία. Για τη διάθεση των αδιάθετων εδρών λαμβάνεται υπ’όψιν πλέον ο αριθμός των εδρών που δικαιούται ο κάθε συνδυασμός σε όλη την επικκράτεια με βάση την πρώτη διαδικασία. Σε αυτό το στάδιο λαμβάνει και το πρώτο κόμμα τις 40 επιπλέον έδρες που του αναλογούν. Οι υπολειπόμενες αυτές έδρες, ώσπου να συμπληρωθεί ο αριθμός των εδρών που δικαιούται να λάβει το κόμμα σε όλη την επικράτεια, τού δίνονται στις περιφέρειες όπου έχει μεγαλύτερο υπόλοιπο ψήφων (μεγαλύτερο δεκαδικό μέρος στο πηλίκο της διαίρεσης σε κάθε εκλογική περιφέρεια).
Ο νόμος περιλαμβάνει επίσης διατάξεις σχετικά με το τυπικό της διαδικασίας, τον αριθμό σταυρών προτίμησης, καθώς και τον τρόπο επανόδου στην υπηρεσία όσων δημοσίων υπαλλήλων παραιτούνται για να θέσουν υποψηφιότητα. Ορίζει ακόμα ότι σε περίπτωση διαδοχικών εκλογών, οι οποίες γίνονται πριν περάσουν 18 μήνες από τις προηγούμενες, αυτές δε θα γίνουν με σταυρό προτίμησης, αλλά με λίστα, όπως στις εκλογές του 1985.

Να σημειωθεί ότι μετά τις εθνικές εκλογές του 2009, ισχύει ο εκλογικός νόμος που περιγράφτηκε πιο πάνω με τη διαφορά ότι στις επόμενες εκλογές το δώρο του πρώτου κόμματος από 40 γίνεται 50 έδρες. Έτσι, οι έδρες που κατανέμονται με βάση το ποσοστό των κομμάτων είναι 250 αντί για 260, και άρα το θεωρητικά μέγιστο ποσοστό για να πετύχει κάποιο κόμμα βέβαιη αυτοδυναμία από 42.7% (111/260) των εγκύρων μετατρέπεται σε 40.4% (101/250). 


 * Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Οι πληροφορίες προέρχονται από    το www.ypes.gr
**Οι πληροφορίες προέρχονται από την Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου